Το ότι η φοροδιαφυγή συνιστά μία από τις μεγαλύτερες κοινωνικές αδικίες και ότι η φοροδιαφυγή φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την οικονομική και κοινωνική κατάρρευση της χώρας μας, είναι πλέον γνωστό σε όλους. Η αδικία γίνεται κυρίως σε βάρος των μισθωτών εργαζόμενων (δηλαδή, την πλειοψηφία των εργαζόμενων), αλλά και γενικότερα σε βάρος όλων των συνεπών και ευσυνείδητων φορολογούμενων.
Γνωστό είναι επίσης ότι τα δύο κυριότερα όπλα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι η πολιτική βούληση και η τεχνολογία.
Η τεχνολογία για την καταπολέμησή της υπάρχει, ή μπορεί να δημιουργηθεί.
Εκεί που τα πράγματα είναι αβέβαια, είναι στον τομέα της πολιτικής βούλησης. Και πώς θα μπορούσε να υπάρχει άραγε η πολιτική βούληση; Όταν τα ελληνικά κόμματα είναι μνημεία αδιαφάνειας, ή όταν το μαύρο χρήμα αποτελεί βασικό στοιχείο λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, μπορεί να υπάρξει η πολιτική βούληση; Συμφέρει στο πολιτικό σύστημα το ξεκαθάρισμα της “κόπρου του Αυγεία” που έχει συσσωρευθεί στους οχετούς του κατά τις τελευταίες δεκαετίες;
Η πάταξη (στην κυριολεξία πάταξη) της φοροδιαφυγής θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί εδώ και δεκαετίες. Αρκεί να βάζαμε την τεχνολογία να δουλέψει προς την κατεύθυνση αυτή και αρκεί να βλέπαμε τί έκαναν σε άλλες χώρες.
Επανερχόμαστε με την πρόταση που είχαμε υποβάλει στα κόμματα και στην Κυβέρνηση, ήδη από τα τέλη Ιουνίου. (Δείτε σχετικό άρθρο)
Η πρότασή μας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, βασίζεται σε μία δέσμη τριών “ταυτόχρονων ενεργειών” ή τρεις “πυλώνες” όπως προτιμούμε να αναφέρουμε την κάθε ενέργεια. Οι “πυλώνες” αυτοί είναι:
1) Η κατ’ έτος σύγκριση των τραπεζικών υπολοίπων των φορολογούμενων με τα εισοδήματα που αυτοί δηλώνουν.
2) Η χρήση της φοροκάρτας και των αποδείξεων συναλλαγών.
3) Η απαγόρευση της χρήσης μετρητών σε συναλλαγές άνω των 1.000 ευρώ (όριο που στα επόμενα χρόνια θα μπορέσει να μειωθεί έως τα 500 ευρώ).
Διαπιστώνουμε ότι, η Κυβέρνηση ήδη σχεδιάζει να εφαρμόσει μερικές από τις προτάσεις αυτές (όπως π.χ. επιλεκτική παρακολούθηση των τραπεζικών υπολοίπων, ή απαίτηση για πλήρη κάλυψη του καταναλόμενου εισοδήματος με αποδείξεις), όμως εκτιμούμε ότι για μία πλήρη αντιμετώπιση του ζητήματος της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να υπάρξει η πολιτική βούληση και το θάρρος για την εφαρμογή όλων των μέτρων, όσο και εάν μερικά απ’ αυτά κρίνονται ως “αντιλαϊκά”.
Παρακάτω, θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε και πάλι, με απλά λόγια, την πρόταση του Συλλόγου μας για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, με στόχο αυτή να διαδοθεί όσο το δυνατό περισσότερο, αλλά παράλληλα να υπάρξει ένας ευρύτερος διάλογος επ’ αυτής.
Ας δούμε έναν προς έναν, τους βασικούς “πυλώνες” της πρότασης:
1) Σύγκριση των τραπεζικών υπολοίπων με τα εισοδήματα που δηλώνουν οι φορολογούμενοι:
Ένας Κεντρικός Φορέας (πιθανότατα η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων), στο τέλος κάθε έτους, συγκρίνει αυτόματα τα παρακάτω στοιχεία για κάθε φορολογούμενο:
α) Τη μεταβολή των τραπεζικών υπολοίπων
β) Τις δαπάνες που δηλώνονται από αποδείξεις και τη φοροκάρτα
γ) Έσοδα από πωλήσεις ακινήτων και από άλλες πηγές και έξοδα από αγορές ακινήτων ή προς άλλους σκοπούς (π.χ. δαπάνη μετοχικού κεφαλαίου για την ίδρυση μίας εταιρίας) κλπ.
δ) Το εισόδημα που δηλώνει ο φορολογούμενος.
Ένα πρόγραμμα θα επεξεργάζεται αυτόματα όλα τα παραπάνω στοιχεία και θα επισημαίνει κάθε “ασυνέπεια” που θα εμφανίζεται. Τέτοιες “ασυνέπειες” μπορούν να είναι:
- Αύξηση καταθέσεων κατά 50.000 ευρώ, ενώ το δηλούμενο εισόδημα είναι 20.000 ευρώ.
- Αγορά περιουσιακού στοιχείου (π.χ. ένα ακίνητο, ή ένα αυτοκίνητο), χωρίς αυτό να υπάρχει μείωση καταθέσεων ή χωρίς αυτό να αιτιολογείται από το δηλούμενο εισόδημα, κλπ.
Με αυτό τον τρόπο, το Υπουργείο Οικονομικών θα μπορεί να “ελέγχει” εάν κάποιος “τροφοδοτεί” τους τραπεζικούς του λογαριασμούς, ή κάνει αγορές ακινήτων ή αυτοκινήτων ή άλλων δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων, χωρίς αυτό να αιτιολογείται από το εισόδημά του ή από μείωση καταθέσεων. Όταν παρατηρείται μία ασυνέπεια, τότε ο φορολογούμενος θα καλείται να δώσει εξηγήσεις.
Έτσι, ουσιαστικά παύει η δυνατότητα κατάθεσης στους τραπεζικούς λογαριασμούς των “μαύρων” χρημάτων που ένας (είτε ελεύθερος επαγγελματίας, είτε επίορκος υπάλληλος) αποκτά.
Η Κυβέρνηση έχει ήδη αναφέρει ότι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών θα παρακολουθούν τις κινήσεις των λογαριασμών “ορισμένων” φορολογούμενων και θα επεμβαίνουν όταν διαπιστώνουν ότι υπάρχει φοροδιαφυγή.
Όμως, ρωτούμε: Γιατί “ορισμένων” και όχι όλων; Γιατί “παρακολούθηση” και όχι “αυτόματος έλεγχος”; Δε θα ήταν καλύτερα να θεσμοθετηθεί αυτό το μέτρο και να ξέρει όλος ο πληθυσμός ότι τα υπόλοιπά των καταθέσεων θα ελέγχονται αυτόματα;
Βεβαίως, κομβικό σημείο στο ζήτημα αυτό είναι η διαβεβαίωση από τις αρχές (με ανάλογη πιστοποίηση ενός σοβαρού οίκου μηχανογράφησης) ότι κανείς μη εξουσιοδοτημένος δε θα μπορεί να εισέρχεται στο σύστημα όπου τηρούνται οι πληροφορίες αυτές και ότι, όποιος (εξουσιοδοτημένος) εισέρχεται, θα αφήνει πάντα το “ίχνος” του για το τί πληροφορίες είδε.
2) Συλλογή αποδείξεων για το σύνολο σχεδόν του καταναλωθέντος εισοδήματος.
Με την προϋπόθεση ότι θεσμοθετείται ένα ποσό που ο φορολογούμενος (και τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειάς του) μπορούν να καταναλώνουν χωρίς αποδείξεις (έστω 2.000 ετησίως ανά άτομο), ο φορολογούμενος θα πρέπει να παρουσιάζει αποδείξεις (είτε χάρτινες, είτε μέσω της φοροκάρτας) που θα προκύπτουν από τη σχέση:
“Εισόδημα, μείον συνολικό ποσό χωρίς αποδείξεις, μείον την αύξηση των καταθέσεων”
Για παράδειγμα, εάν κάποιος έχει εισόδημα 40.000 ευρώ και το “χωρίς αποδείξεις ποσό” έχει ορισθεί στα 2.000 ευρώ, τότε οι αποδείξεις που θα πρέπει να παρουσιάσει θα είναι:
40.000 - (2.000 + αύξηση καταθέσεων). Δηλαδή, αν ο φορολογούμενος αυτός, κατανάλωσε 20.000 ευρώ με αποδείξεις, τότε θα πρέπει να προκύπτει ότι κατέθεσε στην τράπεζα τα υπόλοιπα 18.000 ευρώ, κάτι που θα πρέπει να επιβεβαιώνεται από την παραπάνω παρακολούθηση των τραπεζικών υπολοίπων.
Εάν κατά τη διάρκεια του έτους, ο φορολογούμενος απέσυρε χρήματα από τον τραπεζικό του λογαριασμό (μείωση καταθέσεων), τότε το ποσό αυτό θεωρείται ως “εισόδημα” και θα πρέπει να προσκομίζονται οι σχετικές αποδείξεις.
Για το ποσό που δε συμφωνεί, ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται με κάποιο ποσό φόρου (για παράδειγμα το ποσό του φόρου της χαμηλότερης κλίμακας της φορολογίας εισοδήματος, δηλαδή 10%). Δηλαδή, αντί να “επιβραβεύεται” ο φορολογούμενος με bonus επειδή συγκέντρωσε αποδείξεις, θα μπορούσε να “τιμωρείται” επειδή δε συγκέντρωσε αποδείξεις (και με τον τρόπο αυτόν, δε συνέβαλε στον “πόλεμο” κατά της φοροδιαφυγής).
Βεβαίως, ο φορολογούμενος μπορεί να επιλέγει να κρατά κάποιο ποσό σε μετρητά στο σπίτι του, κάτι το οποίο βεβαίως δε μπορεί να ελεγχθεί. Αυτό βεβαίως είναι δικαίωμά του. Όμως, θα πρέπει να γνωρίζει ότι, ακόμη και αν αποφασίσει να διατηρεί κάποιο ποσό στο σπίτι του, αυτό θα θεωρείται ότι δαπανήθηκε χωρίς αποδείξεις και συνεπώς θα υποστεί κάποιου είδους κόστος (αυξημένη φορολογία) για την επιλογή του αυτή.
3) Περιορισμός των συναλλαγών με μετρητά.
Πρόκειται για το “κλειδί” στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Αν αυτό δε γίνει, τότε όλα τα άλλα είναι ημίμετρα.
Η απαγόρευση της χρήσης μετρητών σε συναλλαγές (αρχικά άνω των 1.000 ευρώ, στο δεύτερο έτος άνω των 750 ευρώ και στη συνέχεια, άνω των 500 ευρώ) μπορεί να εξαλείψει (στην κυριολεξία να εξαλείψει) τη φοροδιαφυγή μέσα σε διάστημα δύο μηνών!
Τί θα τα κάνει τα μετρητά ένας μεγαλογιατρός του Κολωνακίου που σήμερα βγάζει ένα εκατομμύριο το χρόνο και ο οποίος δηλώνει μόλις 15.000 ευρώ; Δε θα μπορεί να τα καταθέσει σε τράπεζα. Δε θα μπορεί να αγοράσει κάτι μεγάλης αξίας. Πρακτικά θα του είναι άχρηστα.
Θα μπορεί βέβαια να τα κρατά στο σπίτι του και να διακινδυνεύει κάθε ώρα και στιγμή. Και το αστείο θα είναι ότι, ακόμη και θύμα κλοπής να πέσει (αφού κάποια στιγμή θα προσελκύσει τους κακοποιούς) δε θα μπορεί να δηλώσει την κλοπή των μετρητών στην αστυνομία, αφού δε θα μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή τους!
Παράλληλα, εξυγιαίνεται όλο το φάσμα των συναλλαγών. Ακόμη και οι συναλλαγές ακινήτων, οι οποίες θα γίνονται αυτόματα στην εμπορική αξία, κάτι που θα καταργήσει την “ανάγκη” των αντικειμενικών αξιών (δε πιστεύουμε ότι είναι ανάγκη, παρά ένα “κόλπο” του Κράτους για να απομυζά τους φορολογούμενους).
Όταν κάποιος πηγαίνει να αγοράσει ένα ακίνητο, θα πρέπει να πληρώσει το πλήρες ποσό με τραπεζική επιταγή και όχι όπως γίνεται έως σήμερα (σήμερα πληρώνει με τραπεζική επιταγή το ύψος του τιμήματος βάσει της αντικειμενικής αξίας και με μετρητά το υπερβάλλον τμήμα). Ποιός πωλητής ακινήτου θα δεχθεί να πάρει τη σακούλα με τα μετρητά όταν πρακτικά δε θα έχει τί να τα κάνει αυτά;
Προβληματισμοί - διαμαρτυρίες - αντιδράσεις:
Σε πολλούς, ίσως τα μέτρα που προτείνουμε φανούν “σκληρά”. Πολλοί δε θα συμφωνήσουν με την κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου. Βεβαίως, θα αντιτάξουμε, αυτό έχει καταργηθεί για πολλές περιπτώσεις και -ούτως ή άλλως- η γενικευμένη κατάργησή του είναι ζήτημα μηνών. Επί αυτού, από την πλευρά μας, έχουμε να πούμε ότι, όταν κάποιος κερδίζει έντιμα τα χρήματά του και θα δηλώνει κανονικά, δεν ανησυχεί από τη δυνατότητα εξουσιοδοτημένων στελεχών της Εφορίας να τα ελέγχει. Φωνάζουν αυτοί που έχουν τη φωλιά τους λερωμένη...
Οι άλλες διαμαρτυρίες για τη φοροκάρτα και τη δυνατότητα κάποιων να βλέπουν το τί αγοράζουμε, δε θα μας απασχολήσουν. Το ζήτημα έχει συζητηθεί και δεν είναι του παρόντος (αφήστε δε που τα περισσότερα από τα προβαλλόμενα επιχειρήματα δεν είναι καν σοβαρά).
Τέλος πάντων, θα πρέπει να αντιληφθούμε κάτι: Η χώρα μας ήδη βρίσκεται στο γκρεμό και διαρκώς πέφτει χαμηλότερα. Σήμερα που μας συμβαίνουν όσα μας συμβαίνουν, σήμερα που η χώρα μας έχει χάσει την εθνική της αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι, αναγκαστικά, θα χάσουμε κάτι από τις ελευθερίες που είχαμε (απόρρητο καταθέσεων, ελευθερία χρήσης και κίνησης μετρητών κλπ), στο όνομα μίας προσπάθειας για να θεραπεύσουμε και την κοινωνία, αλλά και την οικονομία μας. Κυρίως την κοινωνία. Επειδή, η άρρωστη κοινωνία, έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε επί δεκαετίες, είναι που έχει προκαλέσει και την αρρώστια στην οικονομία. Μία αρρώστια που σήμερα μας έχει πλακώσει όλους. Και κυρίως έχει πλακώσει αυτούς που δεν έφταιγαν: τα μόνιμα θύματα, δηλαδή τους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους και τους ειλικρινείς επαγγελματίες.
Κλείνοντας, πρέπει να αναφερθεί ότι, η υιοθέτηση μίας μεθόδου όπως αυτή που προτείνουμε παραπάνω, δε μπορεί από μόνη της να λύση το μεγάλο πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Η μέθοδος αυτή ίσως βοηθήσει στο να "δυσκολέψει" τα δεδομένα για τους επίδοξους φοροφυγάδες, ενώ παράλληλα θα διευκολύνει την αποκάλυψη. Θα απαιτηθούν πολλά και συντονισμένα μέτρα. Κυρίως όμως -το επαναλαμβάνουμε- θα απαιτηθεί η επαρκής και διαρκής πολιτική βούληση. Η οποία, δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν υπήρξε. Για διάφορους λόγους. Ίσως και επειδή το "μαύρο" χρήμα, πάντα συνέβαλε στην αναπαραγωγή του σημερινού άρρωστου πολιτικού συστήματος.
Τέλος, βασική παράμετρος για την αποδοχή και την επιτυχία μίας νέας μεταρρύθμισης στη φορολογία, είναι η αλλαγή της στάσης του ιδίου του Κράτους και η προσπάθεια δημιουργίας (δε χρησιμοποιούμε τη λέξη “αποκατάσταση” επειδή ουσιαστικά ποτέ δεν υπήρξαν) σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ του Κράτους και του πολίτη.
Η αναξιοπιστία του ίδιου του Κράτους είναι ο βασικός αντίλογος των πολιτών, σε κάθε προσπάθεια διαλόγου που επιχειρείται μαζί τους, με θέμα τη φοροδιαφυγή.
Αναξιοπιστία για την ειλικρίνεια του Κράτους, για την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του, για τις προθέσεις του να “πατάξει” τη φοροδιαφυγή στα μεγάλα εισοδήματα, αναξιοπιστία για την πιθανή χρήση που θα κάνει το Κράτος της δυνατότητάς του να λαμβάνει γνώση των τραπεζικών υπολοίπων.
Η αναξιοπιστία αυτή, μπορεί να καταπολεμηθεί μόνον με πραγματική αλλαγή στη στάση του Κράτους.
Θέλοντας να ασκήσουμε πίεση προς την Κυβέρνηση και τα κόμματα που συμμετέχουν σ’ αυτή, κατά τις επόμενες μέρες θα επεξεργαστούμε καλύτερα το παραπάνω κείμενο και θα το διαβιβάσουμε προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τους άλλους φορείς που (δυστυχώς) σήμερα ελέγχουν τα οικονομικά της χώρας μας και που επιβάλλουν μέτρα οικονομικής πολιτικής.